17 January 2011

Ελληνικη Δικαιοσυνη (Μερος 3) - Βουλευτικη Ασυλια

Πολλα εχουν υποθει για την βουλευτικη ασυλια στην Ελλαδα και στο οτι βαση αυτης οι βουλευτες-κλεφτες μπορουν να κανουν ο,τι θελουν, χωρις τον κινδυνο να πανε δικαστηριο.

Ελα ομως που το Ευρωπαικο Δικαστηριο εχει ηδη, σε 2 περιπτωσεις, αποφασισει οτι η ασυλια αυτη δεν ειναι απολυτη και οτι εχει να κανει μονο με θεματα που ειναι συνδεδεμενα μονο με την βουλευτικη εργασια των βουλευτων. Αυτο σημαινει οτι το Ελληνικο Συνταγμα δεν δινει απολυτη ασυλια στους βουλευτες, κατι που εχει μεινει κρυφο απο τα περισσοτερα ΜΜΕ.

Σημερα, λοιπον, σας παραθετω τις λεπτομερειες μιας απο τις 2 υποθεσεις που δικαστηκαν (η δευτερη σε μελλοντικο μου κειμενο) για να δειτε οτι καθε αλλο απο απολυτη ειναι η ασυλια.

Εαν εχετε ηδη προβληματα με κανενα βουλευτη (νυν και πρωην) και νομιζετε οτι δεν μπορειτε να τον πατε δικαστηριο, ξανασκεφτητε το αφου διαβασετε πρωτα τα παρακατω. Ισως υπαρχει τροπος να βρειτε το δικιο σας. Με bold εχω σημειωσει καποια σημαντικα σημεια της αποφασης

Για ολο το πρακτικο της αποφασης, δειτε εδω



Η ΥΠΟΘΕΣΗ

Ο κατηγορητης, κυριος Α, παντρευτηκε την κυρια Β το 2003. Την περιοδο εκεινη η κυρια Β ηταν βουλευτής. Το 2004 απεκτησαν ενα γιο. Στο τέλος του 2004 το ζευγαρι χωρησε. Σύναψαν μια συμφωνία στις 14 Δεκεμβρίου 2004 για τα ζητήματα της επιτήρησης και της πρόσβασης σε σχέση με το γιο τους. Αυτές οι ρυθμίσεις επικυρώθηκαν με μια επίσημη απόφαση του πρωτοδικείου της Αθήνας τον Ιανουαριο 2005 (απόφαση αριθ. 528/2005).

Συγκεκριμενα, η κυρια Β επρόκειτο να έχει την επιμέλεια του παιδιού έως ότου ενηλικιωθει. Ο κ Α είχε δικαίωμα πρόσβασης στο γιο του και συγκεκριμενες περίοδοι και ημέρες επαφής καθορίστηκαν. Συγκεκριμενα, είχε δικαίωμα να βλεπει το γιο του καθημερινά μεταξύ 5 μ.μ. και 8 μ.μ.

Σε μερικες περιπτώσεις ο κ Α δε μπορεσε να δει το γιο του σύμφωνα με την παραπανω συμφωνια. Στις 20 Οκτωβρίου 2005 ο κ Α κατεθεσε μήνυση στο πρωτοδικείο της Αθήνας, ζητωντας το ποσό των δέκα ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που του προκαλεσε η παραβιαση της συμφωνιας απο την κ Β. Διατηρησε επισης το δικαίωμά του να επιδιώξει την περαιτέρω αποζημίωση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.

Στις 24 Αυγούστου 2006 ο κατήγορος του πρωτοδικείου της Αθήνας μετεφερε τη μήνυση στον κατήγορο του ανώτατου δικαστηρίου. Το θέμα αναφέρθηκε στον υπουργό Δικαιοσύνης στις 30 Αυγούστου 2006 για την μεταφορα της στον Πρόεδρο της Βουλης, έτσι ώστε η Βουλη να κανει αρση της βουλευτικης ασυλιας στην κ Β, σύμφωνα με το άρθρο 62 του ελληνικού συντάγματος.

Στις 28 Νοεμβρίου 2006 η επιτροπη της Βουλης εξέφερε τη γνώμη ότι η βουλευτικη ασυλια της κ Β δεν επρεπε να αρθει. Στην έκθεσή της η επιτροπή θεώρησε ότι «ένας από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 83 § 3 του κανονισμου της Βουλης  εφαρμόστηκε σε αυτήν την περίπτωση».

Στις 6 Δεκεμβρίου 2006, με πλειοψηφία 107 ψήφων εναντι 68 (μετά από μια μυστική ψηφοφορία), η Βουλη αρνήθηκε να χορηγήσει την άδεια για αρση βουλευτικης ασυλιας. Κανένας λόγος δεν δόθηκε για την απόφασή αυτη.

Στο μεταξύ, στις 31 Μαρτίου 2005, η κ Β ειχε κανει ποινικη μυνηση στον κ Α επειδη εκεινος ειχε  τοποθετησει φρουρο ασφάλειας έξω από το σπιτι της, επειδη (κατα τους ισχυρισμούς του) ειχε λάβει τηλεφωνήματα που απειλούσαν αυτον και την οικογένειά του. Η μυνηση αυτη αποριφθηκε αργοτερα, οπως και η εφεση που ακολουθησε.

Στις 20 Δεκεμβρίου 2005 το πρωτοδικείο της Αθήνας αλλαξε τις ρυθμίσεις επιτήρησης του παιδιου. Η αποφαση του πρωτοδικειου ελαβε συγκεκριμένα μέτρα  για την πληρωμή ενός πρόστιμου 1.000 ευρω απο την κ Β σε περιπτωση που αυτη  παραβίαζε τις νεες ρυθμισεις. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ Α, η κ Β δεν συμμορφωθηκε με αυτές τις αναθεωρημένες ρυθμίσεις.

Στις 20 Μαρτίου 2007 και στις 26 Μαρτίου 2007 οκ Α εκανε δύο ακομα μηνύσεις στο πρωτοδικείο Αθηνων,  μετά από υποτιθέμενες παραβιάσεις της απόφασης του προηγουμενου πρωτοδικειου. Ο κ Α επιδίωξε πάλι αποζημίωση.

Στις 9 Μαΐου 2007 το πρωτοδικείο Αθηνων μετεφερε τη μήνυση στο ανώτατο δικαστηριο. Το θέμα μεταφερθηκε παλι στη Βουλη, η οποια για μια ακομα φορα απεριψε την αρση βουλευτικης ασυλιας για την κ Α, με βάση ότι το αίτημα για την αρση ασυλίας ήταν ουσιαστικά το ίδιο με το πρώτο αίτημα.



Αποφαση του Ευρωπαικου Δικαστηριου

Οι συγκεκριμενες παραγραφοι του Ελληνικου Συνταγματος λενε:

Αρθρο 53(1)
«Οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών...»

Αρθρο 61(1) και 61(2)
«Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.»

«Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη.»

Αρθρο 62
«Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.»


Το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο που διαφυλάσσεται απο το άρθρο 6 § 1 της Συνθήκης Προστασιας Ανθρωπινων Δικαιωματων δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Αυτοί οι περιορισμοι επιτρέπονται επαγωγικώς δεδομένου ότι το δικαίωμα της πρόσβασης απαιτεί από τη φύση του τον απαραιτητο κανονισμό από το κράτος.  Δεν ειναι στοχος του Ευρωπ Δικαστηριου να παρει τη θέση των σχετικών εσωτερικών δικαστηρίων. Είναι πρώτιστα για τις εθνικές αρχές, ειδικότερα τα δικαστήρια, το να  επιλύσσουν τα προβλήματα ερμηνείας της εσωτερικής νομοθεσίας.

Εντούτοις, η τελική απόφαση ως προς την τήρηση της Συνθηκης ειναι θεμα του Ευρωπαικου Δικαστηριου. Το Δικαστηριο πρέπει να ικανοποιηθει ότι οι περιορισμοί που εφαρμόζονται δεν περιορίζουν ή δεν μειώνουν την πρόσβαση του ατομου σε δικαστηριο, με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε η ίδια η ουσία του δικαιώματος να είναι εξασθενισμένη. Επιπλέον, ένας τέτοιος περιορισμός του δικαιώματος της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο δεν θα είναι συμβατός με το άρθρο 6 § 1 εάν δεν ακολουθεί έναν νόμιμο στόχο και εάν δεν υπάρχει μια λογική σχέση της αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που υιοθετούνται και του στόχου που επιδιώκεται για να επιτευχθεί. Το δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο είναι εξασθενισμένο όταν οι νομοι παύουν να εξυπηρετούν τους στόχους της νομικής βεβαιότητας και την κατάλληλη εφαρμογή της δικαιοσύνης και να διαμορφώνουν εμπόδιο, αποτρέποντας τον κατηγορο από τον καθορισμό την υπόθεσή του/της από το αρμόδιο δικαστήριο.

Το Δικαστήριο παρατηρεί επ'αυτού ότι όταν ένα κράτος παρεχει ασυλία στα μέλη του Κοινοβουλίου του, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να επηρεαστεί. Αυτό δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι η κοινοβουλευτική ασυλία μπορεί να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές οτι επιβάλλει δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο όπως ενσωματώνεται στο άρθρο 6 § 1. Ακριβώς όπως το δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο είναι ένα έμφυτο μέρος της εγγύησης προς δίκαια δίκη σε εκείνο το άρθρο, έτσι και μερικοί περιορισμοί στην πρόσβαση πρέπει επιπλέον να θεωρηθούν έμφυτοι, οπως για παράδειγμα εκείνοι οι περιορισμοί που ειναι αποδεκτοί γενικά από τα συμβαλλόμενα κράτη ως τμήμα του δόγματος της κοινοβουλευτικής ασυλίας.  Το Δικαστήριο ήδη έχει αναγνωρίσει ότι είναι μια από μακρού υφιστάμενη πρακτική για τα κράτη να παρέχουν ποικιλίες βαθμών ασυλίας στα μελη της βουλης τους, με στόχο την ελεύθερη ομιλία των αντιπροσώπων των ψηφοφορων και της αποτροπης αντιστασιακων καταγγελιων με στοχο την παρεμπόδιση της κοινοβουλευτικης λειτουργιας . Η δημιουργία ομως εξαιρέσεων σε αυτη την ασυλία, η εφαρμογή της οποίας εξαρτατε από τα συγκεκριμενα γεγονότα οποιασδήποτε ειδικής περίπτωσης, θα υπονόμευε σοβαρά τους νόμιμους στόχους που ακολουθούνται.


Θα ήταν εξίσου ασυμβίβαστο με το σκοπό και το αντικείμενο της Συνθήκης, εάν τα συμβαλλόμενα κράτη, με την υιοθέτηση ενός από τα συστήματα της βουλευτικής ασυλίας, απαλλάσωνταν με αυτόν τον τρόπο απο όλη την ευθύνη τους στο πλαίσιο της Συνθήκης σε σχέση με την βουλευτική δραστηριότητα. Πρέπει να σημειωθει ότι η Συνθήκη προορίζεται για να εγγυηθεί όχι τα δικαιώματα που είναι θεωρητικά ή ψευδαισθητικά αλλά τα δικαιώματα που είναι πρακτικά και αποτελεσματικά. Αυτό είναι ειδικα οσον αφορα το δικαιωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την προεξέχουσα θέση που εχει σε μια δημοκρατική κοινωνία το δικαίωμα σε μια δίκαιη δικη. Δεν θα ήταν σύμφωνο με το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία, ή με το άρθρο 6 § 1, εάν ένα κράτος θα μπορούσε, χωρίς τον περιορισμό ή έλεγχο από το Δικαστήριο, να αφαιρέσει από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων μια ολόκληρη σειρά αστικών μηνυσεων ή να παρέχει ασυλίες σε ομαδες προσώπων.

Κατά συνέπεια, όπου η βουλευτική ασυλία εμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, στον καθορισμό εάν ένα ιδιαίτερο μέτρο ήταν ή όχι ανάλογο το Ευρωπ. Δκαστήριο εξετάζει εάν οι αμφισβητημένες πράξεις συνδέθηκαν με την άσκηση των βουλευτικών λειτουργιών υπό την ακριβή έννοιά τους.  Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει εδώ ότι η έλλειψη οποιασδήποτε σαφούς σύνδεσης με την βουλευτική δραστηριότητα απαιτεί την υιοθετηση, απο το Δικαστηριο, μιας στενής ερμηνείας της έννοιας της αναλογικότητας μεταξύ του στόχου που επιδιώκεται για να επιτευχθεί και τα υιοθετημένα μεσα. Αυτό συμβαινει ιδιαίτερα οταν οι περιορισμοί στο δικαίωμα της πρόσβασης προέρχονται από το ψήφισμα ενός πολιτικού σώματος. Επιπλέον, όσο ευρύτερη ειναι μια ασυλία, τόσο πιο συγκεκριμενη και αυστηρη πρέπει να είναι η αιτιολόγησή του περιορισμου αυτου.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η κύρια εστίαση του επιχειρήματος της Ελληνικης Κυβερνησης ειναι η ύπαρξη νομικών μέσων που ειναι διαθέσιμα στον κ Α, εκτός από την ποινικη μήνυση, προκειμένου να επιδιωχθεί η αποζημίωση για τη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, παράνομη συμπεριφορά  της κ Β. Κατα την αποψη της Ελλ Κυβερνησης, μονο και μονο η ύπαρξη των προαναφερθεντων μεσων, σημαινει ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση στο δικαίωμα του κ Α ως προς πρόσβαση σε δικαστήριο. Το Ευρωπ Δικαστήριο διαφωνεί με αυτήν την προσέγγιση. Όπως έχει παρατηρήσει ήδη σε διάφορες περιπτώσεις, όταν η εσωτερική νομική διαταξη παρέχει σε ένα άτομο εναν τροπο επιλησης του προβληματος, όπως μια ποινικη καταγγελία, το κράτος έχει καθήκον να εξασφαλίσει στο πρόσωπο αυτο τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 της Συνθηκης. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Ελληνικης Κυβερνησης δεν εχει να κανει με τις αξίες της καταγγελιας του κ Α αλλά στο αν ο κ Α εξαντλησε ολες τις οδους διωξης στα ελληνικα δικαστηρια, κατι που έχει εξεταστεί ήδη από το Δικαστήριο. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει εάν η αρνηση της Βουλης στο να χορηγηθεί η αρση ασυλιας προκειμένου να γινει ποινικη διωξη ενάντια στην κ Β παραβίασε το δικαίωμα του κ Α ως προς την πρόσβαση σε  δικαστήριο.

Επ'αυτού το δικαστήριο σημειώνει ότι, εάν ερμηνεύεται κατάλληλα κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1, το άρθρο 62 του ελληνικού συντάγματος εξουσιοδοτεί την Ελληνικη Βουλη να αρνηθεί να χορηγήσει την άδεια αρσης της αυλιας μόνο εαν οι πράξεις στις οποίες βασιζεται η μυνηση/διωξη συνδέονται καθαρα με τη βουλευτικη δραστηριοτητα. Στα πλαίσια της παρούσας περίπτωσης, δεν υπήρξε καμία κατανοητή σύνδεση μεταξύ της συμπεριφορας της κ Β (και η οποια αποτέλεσε τη βάση της μυνησης) και των βουλευτικών λειτουργιών της. Η υποτιθέμενη αποτυχία της να συμμορφωθεί με τις ρυθμίσεις επαφών που διατάχτηκαν από το εσωτερικό δικαστήριο ήταν εξ ολοκλήρου ανεξάρτητη από την απόδοση των λειτουργιών της ως μέλος της Βουλης και από τη λειτουργία και τη φήμη της Βουλης γενικά. Τέτοια συμπεριφορά είναι αναλογη με μια προσωπική φιλονικία μεταξύ ενός πρώην-ζεύγους όσον αφορά τον κανονισμό της επαφής τους με το παιδί τους.

Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι κανένας λόγος δεν δωθηκε από την επιτροπή ηθών της Βουλης όσον αφορά στους λόγους για την μη αρση της ασυλία της κ Β. Συγκεκριμενα,  η επιτροπή έκανε μια γενική αναφορά στο άρθρο 83 § 3 του κανονισμου της Βουλης, ο οποιος λεει ότι ένας από τους όρους για την άρνηση να μην αρθει η ασυλία ικανοποιήθηκε, χωρίς εντούτοις να διευκρινισει εάν η παράβαση για την οποία επιδιώχθηκε η αρση της ασυλίας αφορούσε την πολιτική δραστηριότητα της κ Β, εάν η μυνηση ήταν πολιτικά παρακινημένη ή εάν εγινε με  στόχο την υπονόμευση της αρχής της Βουλης. Συνεπώς, η απουσία οποιουδήποτε επιχειρήματος που παρουσιάζει το συλλογισμό της επιτροπής στέρησε στον κ Α ακόμη και τη δυνατότητα συγκεκριμένων πληροφοριων για τη βάση και τα κριτήρια στα οποία η Βουλη αρνηθηκε την αρση της ασυλιας.

Οι παραπανω εκτιμήσεις είναι επαρκείς για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έχει υπάρξει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συνθήκης.

No comments:

Post a Comment